- ἀμφίμαλλον
- ἀμφίμαλλοςwoolly on both sidesmasc/fem acc sgἀμφίμαλλοςwoolly on both sidesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόμαλλος — ἑτερόμαλλος, ον και ἑτερομαλλής, ές (Α) με μαλλί στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾱν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μαλλός, πρβλ. δασύ μαλλος] … Dictionary of Greek